θήλυς

θήλυς
-εια, -υ (Α θῆλυς, -εια, -υ θηλ. και επικ. τ. θήλεα)
αυτός που είναι γένους θηλυκού, ο θηλυκός
2. φρ. «το θήλυ γένος» — το γένος τών γυναικών
3. (για φυτά) ο καρποφόρος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ θήλυ
η γυναίκα
νεοελλ.
(για άνθη) αυτός που έχει ύπερο και όχι στήμονες
αρχ.
1. γυναικείος
2. αυτός που γίνεται από γυναίκα («φόνον γε θῆλυν» Ευρ.)
3. μαλακός, απαλός
4. τρυφερός, λεπτός
5. (για κράση ή χαρακτήρα) ήπιος, αδύναμος
6. γόνιμος
7. γονιμοποιός
8. (στον συγκριτ. και υπερθ. βαθμό) θηλύτερος, -έρα, -ον και θηλύτατος, -άτη, -ον
αυτός που αρμόζει κατ' εξοχήν ή υπερβολικά σε γυναίκα
9. γραμμ. αυτός που είναι γένους θηλυκού («θήλεα ὀνόματα» Αριστοφ.)
10. μαθ. ο άρτιος αριθμός
11. το θηλ. ως ουσ. α) ἡ θήλεα και θήλεια
η γυναίκα
β) στον πληθ. αἱ θήλειαι
είδος τυριού στην Κρήτη
12. φρ. α) «ἄπαις θήλεος γόνου» — αυτός που δεν έχει θηλυκό παιδί, κορίτσι
β) «τὸ θῆλυ τῆς ψυχῆς» — η εκθήλυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα *dhē- «εκμυζώ, θηλάζω» καθώς και τα θηλή*, θήσθαι* + επίθημα *-lu-/*-ru-, όπως δείχνει και το αρχ. ινδ. dhā-ru «θηλάζων». Ο αρχικός ελλ. τ. ίσως ήταν ουδ. όν. θήλυ. Ως α' συνθετικό απαντά με τη μορφή θηλυ-.
ΠΑΡ. θηλυκός
αρχ.
θηλύνω, θηλύτης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. θηλυ-
(Β' συνθετικό) αρχ. άθηλυς, ανδρόθηλυς, αρρενόθηλυς, ημίθηλυς, μιξόθηλυς, πάνθηλυς, υπόθηλυς, φιλόθηλυς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θῆλυς — female masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήλεα — θῆλυς female neut nom/voc/acc pl (epic ionic) θῆλυς female fem nom/voc sg (epic ionic) θῆλυς female fem nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλυτέρων — θῆλυς female fem gen pl θῆλυς female masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλυτέρως — θῆλυς female adverbial θῆλυς female masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλύτατον — θῆλυς female masc acc sg θῆλυς female neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλύτερον — θῆλυς female masc acc sg θῆλυς female neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θῆλυ — θῆλυς female masc voc sg θῆλυς female neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήλεια — θῆλυς female fem nom/voc sg θῆλυς female fem nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήλειαι — θῆλυς female fem nom/voc pl θῆλυς female fem nom pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλειᾶν — θῆλυς female fem gen pl (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”